αθλητής

αθλητής
ο
θηλ. αθλήτρια αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες για να δείξει τη σωματική του δύναμη ή την επιδεξιότητά του: Προπονήθηκαν χθες οι αθλητές του δρόμου των 5.000 μέτρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀθλητής — combatant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… …   Dictionary of Greek

  • ἀεθληταῖς — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεθληταῖσιν — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθληταῖν — ἀθλητής combatant masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθληταῖς — ἀθλητής combatant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθληταῖσι — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθληταῖσιν — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθληταί — ἀθλητής combatant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλητοῦ — ἀθλητής combatant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”